αναγνωσματογράφος

αναγνωσματογράφος
ο, η
αυτός που γράφει αναγνώσματα (μυθιστορήματα κ.λπ.) σε εφημερίδες ή περιοδικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγνωσμα -τος + -γραφος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναγνωσματογράφος — ο αυτός που γράφει αναγνώσματα στις εφημερίδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανάγνωσμα — το (Α ἀνάγνωσμα) 1. ανάγνωση, διάβασμα 2. οτιδήποτε διαβάζεται (στα νεοελλ. κυρίως για λογοτεχνικά έργα) 3. (Εκκλ.) χωρίο, απόσπασμα εκκλησιαστικού κειμένου που διαβάζεται κατά τη θεία λειτουργία νεοελλ. 1. επιστημονικό σύγγραμμα που εκδίδεται εν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”